φρενολογία — η 1. κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τη μελέτη και θεραπεία των φρενοπαθειών, η ψυχιατρική. 2. θεωρία που δέχεται ότι η παρατήρηση, η μελέτη και η ψηλάφηση των κρανιακών προεξοχών επιτρέπουν τη γνώση των διανοητικών εκδηλώσεων και των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρενολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φρενολογία («φρενολογικές μελέτες»). επίρρ... φρενολογικώς Ν από φρενολογική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρενολογία. Το επίθ. φρενολογικός μαρτυρείται από το 1852 στον Χ. Παμπούκη, ενώ το επίρρ., στον λόγιο τ.… … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
φρενολόγος — ο, η, Ν (παλ. όρος) ιατρός ειδικευμένος στη φρενολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρην, φρενός + λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
φρενολογικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φρενολογία (βλ. λ.): Φρενολογικές μελέτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)